- πληθύοντα
- πληθύωto bepres part act neut nom/voc/acc plπληθύωto bepres part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χλευδόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «χύδην, σωρηδόν, πληθύοντα». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ανεπιβεβαίωτη παραμένει η σύνδεση τού τ. με τη λ. χλῆδος* «σωρός λίθων»] … Dictionary of Greek